- Ταργήλια
- τά, Α(ενν. ἱερά) βλ. Θαργήλια.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Θαργήλια — (αρχές 5ου αι. π.Χ.). Εταίρα της Μιλήτου. Ήταν διάσημη για τη μόρφωση και την ομορφιά της. Είχε μετοικήσει στην Ελλάδα από την Ιωνία και ανήκε στην παράταξη εκείνων που προπαγάνδιζαν υπέρ της ειρήνης με την Περσία. Η Θ. είχε συνάψει σχέσεις με… … Dictionary of Greek